χιλιετηρίδα

χιλιετηρίδα
[-ις (-ίδος)] η тысячелетие

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χιλιετηρίδα" в других словарях:

  • χιλιετηρίδα — η / χιλιετηρίς, ίδος, ΝΜΑ, και χιλιοετηρίς Μ περίοδος χιλίων ετών, χιλιετία νεοελλ. η χιλιοστή επέτειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + ετηρίς (< έτηρος < ἔτος), πρβλ. πεντα ετηρίς/ ίδα] …   Dictionary of Greek

  • χιλιετηρίδα — η η περίοδος χιλίων ετών, χιλιοστή επέτειος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χιλιετηρίδα — χιλιετηρίς a period of a thousand years fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλεξάνδρειας, Πατριαρχείο — Ένα από τα αρχαιότερα πρεσβυγενή πατριαρχεία. Ο χριστιανισμός διαδόθηκε πολύ νωρίς στην Αίγυπτο και η ίδρυση της Εκκλησίας της Α. ανάγεται στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Πρώτος επίσκοπος Α., σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ο Ευαγγελιστής… …   Dictionary of Greek

  • άγαλμα — Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν… …   Dictionary of Greek

  • κάνις — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, στη θέση της οποίας είναι κτισμένη σήμερα η τουρκική πόλη Κιούλτεπε. Διατρέχεται από τον ομώνυμο ποταμό, που στην πορεία του ενώνεται με άλλους για να εκβάλλει τελικά στον Εύξεινο Πόντο. Αποτέλεσε σπουδαίο… …   Dictionary of Greek

  • κανίς — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, στη θέση της οποίας είναι κτισμένη σήμερα η τουρκική πόλη Κιούλτεπε. Διατρέχεται από τον ομώνυμο ποταμό, που στην πορεία του ενώνεται με άλλους για να εκβάλλει τελικά στον Εύξεινο Πόντο. Αποτέλεσε σπουδαίο… …   Dictionary of Greek

  • κτηνοτροφία — Η τέχνη της εκτροφής ζώων, τα οποία χρησιμοποιούνται κυρίως ως τροφή του ανθρώπου. Η κ. εμφανίστηκε στην ανθρώπινη ιστορία σε υποτυπώδη μορφή πριν από τη γεωργική περίοδο και αμέσως μετά το στάδιο του κυνηγιού. Από τα ζώα χρησιμοποιούσαν αρχικά… …   Dictionary of Greek

  • ξουθός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Έλληνα, εγγονός του Δευκαλίωνα και αδελφός του Δώρου και του Αιόλόυ. Είχε παντρευτεί την κόρη του Ερεχθέα Κρέουσα, και είχε δύο γιους, τον Αχαιό και τον Ίωνα, από τους οποίους κατάγονταν οι Ίωνες και οι Αχαιοί. Όπως… …   Dictionary of Greek

  • φιλοτελισμός — Είναι η συλλογή γραμματοσήμων και άλλων ταχυδρομικών ενσήμων είτε για ευχαρίστηση είτε για κέρδος. Ο φ. γεννήθηκε σχεδόν αμέσως –μετά την εμφάνιση των πρώτων γραμματοσήμων– ως συλλεκτική μανία ή ως μόδα, γρήγορα όμως προσέλαβε και οικονομική… …   Dictionary of Greek

  • χιλι(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό χίλιοι και δηλώνει ότι κάτι αποτελείται, περιλαμβάνει, περιέχει χίλιες φορές αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. χιλιο δύναμις, χιλιό πους) ή ότι κάτι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»